συλλαμβάνω

συλλαμβάνω
(αόρ. συνέλαβα и συνέλαβον, παθ. αόρ. συλλήφθηκα и συνελήφθην) 1. μετ.
1) поймать; ловить, схва- тывать, захватывать;

συλλαμβάνω αιχμαλώτους — захватывать пленных;

συλλαμβάνω επ' αυτοφώρω — поймать с поличным;

2) хватить, арестовывать; задерживать;

συλλαμβάνω τον εγκληματία — задерживать преступника;

3) перен. схватывать, улавливать, понимать, постигать (мысль, смысл и т. п.);
2. αμετ. зачинать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "συλλαμβάνω" в других словарях:

  • συλλαμβάνω — collect pres subj act 1st sg συλλαμβάνω collect pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλλαμβάνω — συλλαμβάνω, συνέλαβα βλ. πίν. 165 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συλλαμβάνω — και συλλαβαίνω συνέλαβα, συλλήφθηκα 1. πιάνω κάποιον, ενεργώ σύλληψη: Δεν μπόρεσαν να συλλάβουν τους δράστες. – Στον πόλεμο είχε συλληφθεί αιχμάλωτος. 2. σχηματίζω στο νου μου: Συνέλαβε μια καλή ιδέα. 3. φωτογραφίζω: Τον συνέλαβε ο φωτογραφικός… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συλλαμβάνω — ΝΜΑ, και διαλ. τ. συλλαβαίνω Ν [λαμβάνω] 1. (σχετικά με πρόσ. ή ζώο) πιάνω κάποιον ή κάτι καλά και δεν τόν αφήνω να φύγει, κατακρατώ βίαια κάποιον (α. «η αστυνομία συνέλαβε όλους τους υπόπτους» β. «συνέλαβον αὐτὸν καὶ ἀπήχθη εἰς τὸ δεσμωτήριον»,… …   Dictionary of Greek

  • ξυλλαμβάνῃ — συλλαμβάνω collect pres subj mp 2nd sg συλλαμβάνω collect pres ind mp 2nd sg συλλαμβάνω collect pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλλαμβάνετε — συλλαμβάνω collect pres imperat act 2nd pl συλλαμβάνω collect pres ind act 2nd pl συλλαμβάνω collect imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλλαμβάνῃ — συλλαμβάνω collect pres subj mp 2nd sg συλλαμβάνω collect pres ind mp 2nd sg συλλαμβάνω collect pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνειλημμένα — συλλαμβάνω collect perf part mp neut nom/voc/acc pl συνειλημμένᾱ , συλλαμβάνω collect perf part mp fem nom/voc/acc dual συνειλημμένᾱ , συλλαμβάνω collect perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλλαβόντων — συλλαμβάνω collect aor part act masc/neut gen pl συλλαμβάνω collect aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλλαμβανόντων — συλλαμβάνω collect pres part act masc/neut gen pl συλλαμβάνω collect pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλλαμβάνει — συλλαμβάνω collect pres ind mp 2nd sg συλλαμβάνω collect pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»